.... έως και πριν 7 χρόνια.
Η πόλη κοιμάται.
Πλύσιμο, ντύσιμο,
βιαστική έξοδος.
Προορισμός περίπτερο.
Εφημερίδα,
ακόμη πιο βιαστική επιστροφή στο σπίτι.
΄Ατσαλο άνοιγμα της συσκευασίας.
Ζητούμενο....τι άλλο από το ένθετο.
Σελίδα 4, αριστερά κάτω...
"FΑΧ"
" Ντύσου απλά γι' απόψε,
θα 'μαστε άλλωστε εμείς κι εμείς
στη συντροφιά.
Φόρεσε αν θες, 'κείνο το θαλασσί φουστάνι
που έραψε επάνω σου το κύμα
της Σκοπέλου και ζώνη δέσε πάνω σου
τα φύκια απ' τη Σκιάθο.
Ντύσου μ' αυτά, είν' αρκετά -άλλωστε
θα 'μαστε εμείς κι' εμείς στη συντροφιά.
Η νύχτα, εσύ, εγώ και το φεγγάρι..."
"Είσαι να πάμε για καφέ, να πούμε δυο κουβέντες,
να πούμε κάμποσες ματιές, να μη διψάμε όλη
μέρα;
Είσαι να πάμε για καφέ, να φτιάξουμε λίγες στιγμές,
να τις ρουφάμε όλη μέρα;
Είσαι να πάμε για καφέ, να πίνουμε τη συντροφιά
γουλιά, γουλιά, πριν μας την κλέψει η μέρα;
Είσαι να πάμε για καφέ, να πούμε δυο κουβέντες,
οι δυο να γίνουν τρεις, αυτές ακόμα πιο πολλές
να μας μεθύσουν τελικά -να κλέψουμε τη μέρα;"
"Θες να σου φέρω κάτι σαν γυρίσω;
΄Εχει πολλά καλά εδώ και δύσκολα διαλέγω.
Να, είπα χθες να μου τυλίξουν μια δωδεκάδα
ξένοιαστα χαμόγελα, κάμποσο χρόνο
που είδα εκεί νωχελικά να κάθεται στα ράφια
και δυο πακέτα χάδια -το ένα γράφει των χεριών,
το άλλο, λέει, των ματιών. Δεν ξέρω... θες κάτι άλλο
να σου φέρω σαν γυρίσω;"
"Χθες βράδυ πήγα σινεμά, εδώ δίπλα στην πλατεία.
΄Επαιζε μια καλή ταινία. ΄Οχι ότι την είδα και πολύ,
γιατί με το που άρχισε, οι πρωταγωνιστές
κατέβηκαν απ' την οθόνη και κάθησαν μαζί μας
στην πλατεία. Πήραν ποπ-κόρν κι' ένα νερό
και κουβεντιάζαμε κοιτώντας γύρω μας - αυτό,
μου είπαν, είναι έργο... Σκέψου να ήσουν κι εσύ εκεί,
στη διπλανή μου άδεια, πάνινη καρέκλα... "
"Είπα να μη σου γράψω σήμερα -τι να σου λέω πάλι...
Είπα μήπως και γίνεται να στείλω ένα χαμόγελο,
πακέτο τυλιγμένο.Κι εκεί που πας στα γρήγορα
να δεις τι έχει μέσα, να ξεχυθεί τριγύρω σου, να
τα τυλίξει όλα. Τον καναπέ, το πάτωμα, τους
τοίχους, τις καρέκλες...
Είπα να μη σου γράψω σήμερα. ΄Οχι ότι βαριέμαι, μα
να, λέω μήπως και γίνεται να στείλω ένα δέμα. Κι
εκεί που πας στα γρήγορα να λύσεις την
κορδέλα, να μπερδευτείς και να δεθείς μ' αυτό
που θα 'χω μέσα...
Μπα, δεν σου γράφω σήμερα..."
"Σου γράφω λίγο βιαστικά, το τρένο περιμένει.
Ξέχασα φεύγοντας, δυο-τρία πράγματα εκεί, αν θέλεις
πρόσεχέ τα.
Στο μπαλκονάκι έξω, θα το δεις, στη δεύτερη γλαστρούλα,
έχω φυτέψει ένα πλατύ χαμόγελο, αν θυμάμαι. Μην το
ξεχνάς και πότιζέ το, αν θες, έστω και πότε πότε.
Το αριστερό παράθυρο το άφησα μισάνοιχτο. Είδα από
κει τον ουρανό μια μέρα βρώμικο, μουντζούρη και
θλιμμένο. Για πες το και στους γείτονες, να δείτε τι θα
γίνει, μη σας θυμώσει κάποτε κι άντε να βρείτε άκρη...
Τί άλλο; Α, ναι, σε μια κρεμάστρα, θα το δεις, άφησα μια
ελπίδα. Μην την ξεχνάς, ξεσκόνιζέ την πιο συχνά, γιατί
λερώνει εύκολα με τόση σκόνη γύρω..."
Γλυκιά και αγαπημένη Σαββατιάτικη συνήθεια.
Χωμένη στον καναπέ τους χειμώνες, στον κήπο τα καλοκαίρια συντροφιά με ένα φλυτζάνι καφέ, που με περίμενε υπομονετικά στο τραπεζάκι μέχρι να γυρίσω από το περίπτερο.
Δε γίνεται να μην τα ξεφυλλίσω και να μη δακρύσω πάλι.
"Ας πούμε" και πάλι φέτος
UPDATE: 31/7 11:20
΄Ενα ακόμη "FAX" του Σταύρου Απέργη,
από το σχόλιο του Μηθυμναίου ΜΑΣ:
«Σου ’στειλα μήνυμα στον υπολογιστή - δεν ξέρω αν το πήρες.
Το ’γραψα, βλέπεις, με μια πένα από φτερό - βγάζει έναν ήχο, ξέρεις, σαν να σου λέει σ' αγαπώ.
Σου ’στειλα κι ένα τριαντάφυλλο - για δες αν είναι στο πι-σι, ή χάθηκε όπως κι εσύ».
Η πόλη κοιμάται.
Πλύσιμο, ντύσιμο,
βιαστική έξοδος.
Προορισμός περίπτερο.
Εφημερίδα,
ακόμη πιο βιαστική επιστροφή στο σπίτι.
΄Ατσαλο άνοιγμα της συσκευασίας.
Ζητούμενο....τι άλλο από το ένθετο.
Σελίδα 4, αριστερά κάτω...
"FΑΧ"
" Ντύσου απλά γι' απόψε,
θα 'μαστε άλλωστε εμείς κι εμείς
στη συντροφιά.
Φόρεσε αν θες, 'κείνο το θαλασσί φουστάνι
που έραψε επάνω σου το κύμα
της Σκοπέλου και ζώνη δέσε πάνω σου
τα φύκια απ' τη Σκιάθο.
Ντύσου μ' αυτά, είν' αρκετά -άλλωστε
θα 'μαστε εμείς κι' εμείς στη συντροφιά.
Η νύχτα, εσύ, εγώ και το φεγγάρι..."
"Είσαι να πάμε για καφέ, να πούμε δυο κουβέντες,
να πούμε κάμποσες ματιές, να μη διψάμε όλη
μέρα;
Είσαι να πάμε για καφέ, να φτιάξουμε λίγες στιγμές,
να τις ρουφάμε όλη μέρα;
Είσαι να πάμε για καφέ, να πίνουμε τη συντροφιά
γουλιά, γουλιά, πριν μας την κλέψει η μέρα;
Είσαι να πάμε για καφέ, να πούμε δυο κουβέντες,
οι δυο να γίνουν τρεις, αυτές ακόμα πιο πολλές
να μας μεθύσουν τελικά -να κλέψουμε τη μέρα;"
"Θες να σου φέρω κάτι σαν γυρίσω;
΄Εχει πολλά καλά εδώ και δύσκολα διαλέγω.
Να, είπα χθες να μου τυλίξουν μια δωδεκάδα
ξένοιαστα χαμόγελα, κάμποσο χρόνο
που είδα εκεί νωχελικά να κάθεται στα ράφια
και δυο πακέτα χάδια -το ένα γράφει των χεριών,
το άλλο, λέει, των ματιών. Δεν ξέρω... θες κάτι άλλο
να σου φέρω σαν γυρίσω;"
"Χθες βράδυ πήγα σινεμά, εδώ δίπλα στην πλατεία.
΄Επαιζε μια καλή ταινία. ΄Οχι ότι την είδα και πολύ,
γιατί με το που άρχισε, οι πρωταγωνιστές
κατέβηκαν απ' την οθόνη και κάθησαν μαζί μας
στην πλατεία. Πήραν ποπ-κόρν κι' ένα νερό
και κουβεντιάζαμε κοιτώντας γύρω μας - αυτό,
μου είπαν, είναι έργο... Σκέψου να ήσουν κι εσύ εκεί,
στη διπλανή μου άδεια, πάνινη καρέκλα... "
"Είπα να μη σου γράψω σήμερα -τι να σου λέω πάλι...
Είπα μήπως και γίνεται να στείλω ένα χαμόγελο,
πακέτο τυλιγμένο.Κι εκεί που πας στα γρήγορα
να δεις τι έχει μέσα, να ξεχυθεί τριγύρω σου, να
τα τυλίξει όλα. Τον καναπέ, το πάτωμα, τους
τοίχους, τις καρέκλες...
Είπα να μη σου γράψω σήμερα. ΄Οχι ότι βαριέμαι, μα
να, λέω μήπως και γίνεται να στείλω ένα δέμα. Κι
εκεί που πας στα γρήγορα να λύσεις την
κορδέλα, να μπερδευτείς και να δεθείς μ' αυτό
που θα 'χω μέσα...
Μπα, δεν σου γράφω σήμερα..."
"Σου γράφω λίγο βιαστικά, το τρένο περιμένει.
Ξέχασα φεύγοντας, δυο-τρία πράγματα εκεί, αν θέλεις
πρόσεχέ τα.
Στο μπαλκονάκι έξω, θα το δεις, στη δεύτερη γλαστρούλα,
έχω φυτέψει ένα πλατύ χαμόγελο, αν θυμάμαι. Μην το
ξεχνάς και πότιζέ το, αν θες, έστω και πότε πότε.
Το αριστερό παράθυρο το άφησα μισάνοιχτο. Είδα από
κει τον ουρανό μια μέρα βρώμικο, μουντζούρη και
θλιμμένο. Για πες το και στους γείτονες, να δείτε τι θα
γίνει, μη σας θυμώσει κάποτε κι άντε να βρείτε άκρη...
Τί άλλο; Α, ναι, σε μια κρεμάστρα, θα το δεις, άφησα μια
ελπίδα. Μην την ξεχνάς, ξεσκόνιζέ την πιο συχνά, γιατί
λερώνει εύκολα με τόση σκόνη γύρω..."
Γλυκιά και αγαπημένη Σαββατιάτικη συνήθεια.
Χωμένη στον καναπέ τους χειμώνες, στον κήπο τα καλοκαίρια συντροφιά με ένα φλυτζάνι καφέ, που με περίμενε υπομονετικά στο τραπεζάκι μέχρι να γυρίσω από το περίπτερο.
Δε γίνεται να μην τα ξεφυλλίσω και να μη δακρύσω πάλι.
"Ας πούμε" και πάλι φέτος
Στη μνήμη του "ανεπανάληπτου κύριου Απέργη"
(εικόνα του καλού ΜΑΣ ηλιογράφου)
UPDATE: 31/7 11:20
΄Ενα ακόμη "FAX" του Σταύρου Απέργη,
από το σχόλιο του Μηθυμναίου ΜΑΣ:
«Σου ’στειλα μήνυμα στον υπολογιστή - δεν ξέρω αν το πήρες.
Το ’γραψα, βλέπεις, με μια πένα από φτερό - βγάζει έναν ήχο, ξέρεις, σαν να σου λέει σ' αγαπώ.
Σου ’στειλα κι ένα τριαντάφυλλο - για δες αν είναι στο πι-σι, ή χάθηκε όπως κι εσύ».