Εκεί ακριβώς απέναντι από την παλιά ταβέρνα, βρισκόταν η αυλή μας, που από το μανδρότοιχό της κρέμονταν τα λουλουδιασμένα κλωνάρια της ρολογιάς.(*)


Στην αυλή εκείνη, που τί ήθελες και δεν είχε η μαμά μου φυτέψει, υπήρχε και μια συκιά αυτοφυής και πανύψηλη. Από μόνη της είχε επίσης φυτρώσει και μια ροδακινιά. Μεγάλα, αρωματικά και πολύ ζουμερά τα ροδάκινα που έκανε.... Δεν έχω ξαναγευτεί όμοιά τους.
Αυτό το παλιό το ταβερνάκι, με την κληματαριά στο πλάι και το σπίτι από πάνω,
όπου έμενε ο ταβερνιάρης με την οικογένεια,
είδα στον ύπνο μου xθες βράδυ κι εγώ μικρή, όπως και τότε, με το άδειο μπουκάλι στο ένα χέρι και το τρίδραχμο στο άλλο.
Ψηλό διόροφο το σπίτι και κάτω η ταβέρνα. Μια μεγάλη στενόμακρη αίθουσα και αριστερά στη σειρά από τον ένα τοίχο ως τον άλλο
τα βαρέλια με το κρασί.

Κάθε φθινόπωρο και πριν έρθει ο φρέσκος μούστος, έβγαζε ο κυρ-Βαγγέλης τα βαρέλια έξω στο χωματόδρομο. Toυς αφαιρούσε τα τσέρκια, τα ξάπλωνε καταγής και καθάριζαν το εσωτερικό τους με βούρτσες σκληρές για να βγούν και τα τελευταία κατακάθια από τα ρετσίνια και το σωσμένο κρασί της προηγούμενης χρονιάς.

Μοσχοβόλαγε η γειτονιά ρετσίνι ανακατεμένο με τη μυρωδιά του κρασιού,
λάσπωνε ο χωματόδρομος από τα νερά, που έτρεχαν όταν μετά το καθάρισμα έπλενε τα βαρέλια με το λάστιχο. ΄Υστερα αφού τα άφηνε αρκετές μέρες να στεγνώσουν ξαναπερνούσε τα τσέρκια.

και τα τοποθετούσε πάλι στη θέση τους, περιμένοντας το φορτηγό με το φρέσκο μούστο.
Εκεί να δεις μυρωδιές... από τη μια το ρετσίνι που στέγνωνε στο χώμα και από την άλλη ο φρέσκος μούστος.
Τις καθημερινές τα πρωινά καθάριζε, καθισμένος σε μια καρέκλα και έχοντας κάτω στην τσιμεντένια αυλή σε μια λεκάνη νερό, τα ψάρια που μόλις είχε αγοράσει από τον πλανόδιο ψαρά.
Εκεί έφερνε και την άλλη λεκάνη με τη ζύμη για τους κεφτέδες, που έπλαθε με γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις τα μεζεδάκια για το βράδυ.
Κάθε Σαββατόβραδο περίμενε τη συγκεκριμένη παρέα που έρχονταν από διάφορα μέρη του Λεκανοπεδίου και που εν μέσω μεζέδων, "εβίβα" και "να πάνε κάτω τα φαρμάκια" ξεκινούσαν οι μελωδικές μαντολινάτες, οπερέττες , "΄Ασ'τα τα μαλλάκια σου", καντάδες και ...κελαϊδούσαν τα ωραία τα πουλάκια...
Μας κακοφαινόταν τότε, γιατί μέναμε άγρυπνοι, αφού μιας και δεν υπήρχε τηλεόραση, κοιμόμασταν από τις οχτώμιση το βράδυ. Από την άλλη στα τραγούδια αυτά εγώ δεν έβρισκα ενδιαφέρον, γιατί δεν ήταν της ηλικίας μου, αλλά μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο και να γινόταν να ζήσω σήμερα μια μελωδική βραδιά,όπως και τότε.
Τα χρόνια πέρασαν ο κυρ-Βαγγέλης "ταξίδεψε", η ταβέρνα έμεινε για πολλά χρόνια στα αζήτητα...
Βολεύτηκαν μέσα στην κλειστή ταβέρνα περιστέρια, που ανενόχλητα αβγάτευαν την κοινωνία τους και ο καιρός κυλούσε, ώσπου τα παιδιά του ήρθαν κάποια μέρα (δεκαετία του '90) και άδειασαν ό,τι κι΄ αν υπήρχε μέσα στο ταβερνάκι, αφού ήταν όλα για πέταμα. Ανάμεσα στ' άλλα πέταξαν και το ξεκολλημένο μαντολίνο του κυρ-Βαγγέλη.
΄Αχρηστο, είπαν, τι να το κάνουμε...
Τι κι' αν ευαισθητοποιήθηκε ο Γλάρος μου και το μάζεψε. Το έδωσε για επισκευή, κανείς μας όμως και ποτέ δεν ασχολήθηκε μαζί του. Προ ημερών σε ένα σύντομο ταξίδι στο εξοχικό της Γλαρούπολης το βρήκα με χαραγμένα πάνω του και πάλι, τα ανελέητα σημάδια του χρόνου.
Δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο μια νέα επισκευή...
Αυτό το παλιό το ταβερνάκι, με την κληματαριά στο πλάι και το σπίτι από πάνω,

είδα στον ύπνο μου xθες βράδυ κι εγώ μικρή, όπως και τότε, με το άδειο μπουκάλι στο ένα χέρι και το τρίδραχμο στο άλλο.
Ψηλό διόροφο το σπίτι και κάτω η ταβέρνα. Μια μεγάλη στενόμακρη αίθουσα και αριστερά στη σειρά από τον ένα τοίχο ως τον άλλο
τα βαρέλια με το κρασί.

Κάθε φθινόπωρο και πριν έρθει ο φρέσκος μούστος, έβγαζε ο κυρ-Βαγγέλης τα βαρέλια έξω στο χωματόδρομο. Toυς αφαιρούσε τα τσέρκια, τα ξάπλωνε καταγής και καθάριζαν το εσωτερικό τους με βούρτσες σκληρές για να βγούν και τα τελευταία κατακάθια από τα ρετσίνια και το σωσμένο κρασί της προηγούμενης χρονιάς.

Μοσχοβόλαγε η γειτονιά ρετσίνι ανακατεμένο με τη μυρωδιά του κρασιού,
λάσπωνε ο χωματόδρομος από τα νερά, που έτρεχαν όταν μετά το καθάρισμα έπλενε τα βαρέλια με το λάστιχο. ΄Υστερα αφού τα άφηνε αρκετές μέρες να στεγνώσουν ξαναπερνούσε τα τσέρκια.

και τα τοποθετούσε πάλι στη θέση τους, περιμένοντας το φορτηγό με το φρέσκο μούστο.
Εκεί να δεις μυρωδιές... από τη μια το ρετσίνι που στέγνωνε στο χώμα και από την άλλη ο φρέσκος μούστος.
Τις καθημερινές τα πρωινά καθάριζε, καθισμένος σε μια καρέκλα και έχοντας κάτω στην τσιμεντένια αυλή σε μια λεκάνη νερό, τα ψάρια που μόλις είχε αγοράσει από τον πλανόδιο ψαρά.
Εκεί έφερνε και την άλλη λεκάνη με τη ζύμη για τους κεφτέδες, που έπλαθε με γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις τα μεζεδάκια για το βράδυ.
Κάθε Σαββατόβραδο περίμενε τη συγκεκριμένη παρέα που έρχονταν από διάφορα μέρη του Λεκανοπεδίου και που εν μέσω μεζέδων, "εβίβα" και "να πάνε κάτω τα φαρμάκια" ξεκινούσαν οι μελωδικές μαντολινάτες, οπερέττες , "΄Ασ'τα τα μαλλάκια σου", καντάδες και ...κελαϊδούσαν τα ωραία τα πουλάκια...

Τα χρόνια πέρασαν ο κυρ-Βαγγέλης "ταξίδεψε", η ταβέρνα έμεινε για πολλά χρόνια στα αζήτητα...
Βολεύτηκαν μέσα στην κλειστή ταβέρνα περιστέρια, που ανενόχλητα αβγάτευαν την κοινωνία τους και ο καιρός κυλούσε, ώσπου τα παιδιά του ήρθαν κάποια μέρα (δεκαετία του '90) και άδειασαν ό,τι κι΄ αν υπήρχε μέσα στο ταβερνάκι, αφού ήταν όλα για πέταμα. Ανάμεσα στ' άλλα πέταξαν και το ξεκολλημένο μαντολίνο του κυρ-Βαγγέλη.
΄Αχρηστο, είπαν, τι να το κάνουμε...
Τι κι' αν ευαισθητοποιήθηκε ο Γλάρος μου και το μάζεψε. Το έδωσε για επισκευή, κανείς μας όμως και ποτέ δεν ασχολήθηκε μαζί του. Προ ημερών σε ένα σύντομο ταξίδι στο εξοχικό της Γλαρούπολης το βρήκα με χαραγμένα πάνω του και πάλι, τα ανελέητα σημάδια του χρόνου.
(*) φωτογραφία από thalasitsa